Hotel Hafen Hamburg in Hamburg
Εκείνο τον Μάρτη του μακρυνού '90, ο καιρός στο Βερολίνο ήταν απροσδόκητα εξαίσιος - ο ήλιος λαμπρός, ο ουρανός γαλάζιος, η άνοιξη παντού και οι μανόλιες ολάνθιστες στον κήπο του DAI στην Podbielskyallee και στον ξενώνα του Im Dol.
Γιατί -μην ακούτε- δεν έχει μόνη η Ελλάδα την αποκλειστικότητα στα δώρα αυτά του Θεού, που τα κουνάει σαν παντιέρα για να της συχωρεθεί όλη η απίστευτη ασχήμια και η κακοποίησή της από τους ίδιους της τους κατοίκους.
Όμορφος κόσμος, ήρεμος, ήμερος, καθώς διάβαζα στην γυάλινη βιβλιοθήκη, όλο παράθυρα απ' όπου έβλεπα τον κήπο με τα σκιουράκια να τρεχοβολάνε και τα δέντρα φορτωμένα με τα άνθάκια τους.
Με είχε καλέσει στην πόλη του και άφηνα τον Παράδεισο για να πάω σ' έναν άλλο -το week-end που ο πρώτος ανοιξιάτικος μήνας έδινε την θέση του στον 2ο, πιο μυρωμένο, πιο ζεστό. Είχα ψωνίσει μπλουζάκια γεμάτα χρώματα, γεμάτα ανοιξιάτικη διάθεση -πήγαινα κοντά του! Σ' αυτόν που ήταν όλος ο κόσμος μου! Πήρα το τραίνο από το Zoo.
Το τραίνο, άλλη μεγάλη μου αγάπη! Ipod δεν υπήρχαν, μόνο τα walkman μου, πιστοί σύντροφοι -ο γνώριμος θόρυβος στις ράγες που τον ακομπανιάριζαν οι Gipsy Kings, με λάτιν, ξεσηκωτικά τραγούδια. Αχ! αυτός ο δρόμος για την "Ιθάκη" -γεμάτος προσμονή, λαχτάρα, ξεσηκωμό, γεμάτος υποσχέσεις. Η αργή είσοδος στον Hauptbahnhoff
και τα μάτια να ψάχνουν ξέφρενα το πλήθος -εκείνη η μαγική έκσταση, το δευτερόλεπτο πριν παραμερήσει το πλήθος για να φανεί εκείνος. Ψηλός, ξανθός, υπέροχος! Το μοναδικό στήσιμο του κορμιού, περήφανο, το βάδισμα θα το ξεχώριζα ανάμεσα σε χίλια, αργό, νωχελικό, το στήσιμο του ηλιόστεφου κεφαλιού αγέρωχο, αύθαδες. Και η τεράστια αγκαλιά -εκεί που σαν κλεινόμουν, χανόμουν, ένοιωθα προστατευμένη -μα ποτέ ασφαλής!
Με περίμενε με champagne -η "Taittinger" ήταν η αγαπημένη μας εκείνο τον καιρό, αν θυμάμαι καλά. Είχε ιδιαίτερη σημασία για τους δυο μας αυτό το κρασί των θεών -συνόδευσε την είσοδο στο δικό μας σύμπαν, αρκετά χρόνια πριν, σε μιαν άλλη πόλη, σε μιαν άλλη χώρα... Και τώρα ερχόταν να σημαδέψει την γνωριμία μου με την πανέμορφη πόλη του. Όλα είχαν σχεδιαστεί με γερμανική οργανωτικότητα και τελειότητα, ως την παραμικρή λεπτομέρεια: 2-3 επιλογές θεαμάτων για να μπορώ να διαλέξω, άλλες τόσες και περισσότερες επιλογές εστιατορίων, πρόγραμμα για το Σάββατο, πρόγραμμα για την Κυριακή. Αλλά ξενοδοχείο ένα, κι αυτό διαλεγμένο όπως ήξερε ότι θα μου άρεσε -με θέα στο λιμάνι και στις αποβάθρες!
Με θάμπωναν όλ' αυτά -μου άρεσε να μου ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου κι ας μην ήμουν κουλή, μου άρεσε να μου ανάβει κάθε φορά το τσιγάρο λες και δεν τον ένοιαζε τίποτ' αλλο, δεν έβλεπε τίποτ' άλλο παρά πότε θα ήθελα να καπνίσω για να είναι έτοιμος, τέλειος συνοδός. Μπορεί να έζησα στην εποχή που οι γυναίκες έκαψαν τα σουτιέν τους -και μαζί κάηκαν κι εκείνες και συνεχίζουν να το πληρώνουν ακριβά- αλλά οι φεμινιστικές αηδίες ποτέ δεν μου είπαν απολύτως τίποτα. Δεν είναι θέμα ισότητας, δεν είναι ούτε καν ανεξαρτησίας -η γυναίκα νοιώθει κολακευμένη να την φροντίζει, να την περιποιείται, να την προστατεύει ο άντρας. Και ευνοημένη, γιατί στο κάτω-κάτω αυτός κάνει όλη τη δουλειά -αυτός σπεύδει να την περιποιηθεί, αυτός ανοίγει τις πόρτες, αυτός σπάει το κεφάλι του να 'βρει τί της αρέσει, με τί θα την ευχαριστήσει. Καλά, τόσο ασύγγνωστα ηλίθιες είμασταν, να τα στερηθούμε όλ' αυτά? Εγώ πάντως, σίγουρα όχι!
Εκείνες οι δυο πολύτιμες, ανεπανάληπτες 'μέρες "έλυωσαν", ανακατεύτηκαν σαν χρώματα σε πίνακα του Kandinsky -ένα όργιο εικόνων, συναισθημάτων που δεν ήθελα και δεν έπρεπε να ξεχωρίσω, να τακτοποιήσω. Έτσι είναι τα όνειρα, ανάκατα, χωρίς αρχή, μέση και τέλος... Θέατρο, βόλτα στο λιμάνι και στις παλιές αποβάθρες με καραβάκι -και ο ήλιος να στραφτοκοπάει στα ξανθά του μαλλιά-
μπύρα εκλεκτή στο Blankenese, ψαρο-εστιατόριο το βράδυ. Μας άρεσαν τα ψάρια, τσακίζαμε τους αστακούς, τους φυλλοφτεριάζαμε κυριολεκτικά, μοιραζόμασταν το πάθος για στρείδια ανάμεσα σε άλλα πάθη -πάθος και στρείδια, πάθος και champagne, πάθος και Tanqueray, πάθος και Lagavulin.